- μεταβολικῶς
- μεταβολικόςchangeableadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταβολικός — ή, ό (Α μεταβολικός, ή όν) [μεταβολή] νεοελλ. ο σχετικός με τον μεταβολισμό (α. «μεταβολική αντίδραση» β. «μεταβολική νόσος») 2. β) «βασικός μεταβολικός ρυθμός» βιολ. άλλη ονομασία τού βασικού μεταβολισμού αρχ. 1. ευμετάβολος, ευμετάβλητος 2.… … Dictionary of Greek